Περπατώντας στη σκιά του κάστρου που δεσπόζει σαν ακρόπολη πάνω από το ιστορικό κέντρο του Εδιμβούργου, θυμήθηκα πως σε μια προηγούμενη μου επίσκεψη στην πόλη το εξερεύνησα. Σαν σωστός τουρίστας τότε κι όχι σαν γνώριμος πια διαβάτης που έχει συνηθίσει την όψη του και το προσπερνά νωχελικά. Εκτός από τους σκοτεινούς χώρους και τα ιστορικά κειμήλια που θα περίμενε κανείς να αντικρύσει μέσα σε ένα μεσαιωνικό οχυρό, πρόσεξα μια γωνίτσα, μια προεξοχή στον απότομο βράχο με σκαλάκια και χτιστό τείχο, σχεδόν σαν μπαλκόνι. Μια μικρή ταπεινή επιγραφή εξηγούσε πως σε εκείνα τα λιγοστά τετραγωνικά, που κρέμονταν στην άκρη του θεόρατου βράχου, οι παλιοί στρατιώτες του κάστρου αντί να στήνουν όπλα και φρουρές άφηναν το γρασίδι να μεγαλώνει. Εκεί, έλεγε, έθαβαν τους πιο πιστούς τους φίλους - τους σκύλους που θήτευαν μαζί τους και τους κρατούσαν συντροφιά. Κι έτσι τα πιο ταπεινά πλάσματα αυτής της πόλης - αυτά που ζουν χωρίς φιλοδοξίες, θρησκείες και πολιτικές αξιώσεις πέραν του να έχουν κάποιον να αγαπούν και να τα αγαπά - απέκτησαν το κοιμητήριο με το πιο ψηλό υψόμετρο και την πιο όμορφη θέα.
Κι οι στρατιώτες αυτοί, που με τόση στοργή έβαζαν στο χώμα της αυλής τους τα σκυλιά τους, σίγουρα θα πίστευαν πως κάπου υπάρχει ο παράδεισος των σκύλων. Και πως κάπως, μέσα από κάποιο ξεχασμένο λαγούμι ή μια τρύπα στο φράχτη, κι αυτός ενώνεται με τον παράδεισο των ανθρώπων. Και πως γι' αυτό κάποτε θα μπορούσαν να ξανασυναντηθούν με τους παλιούς τους φίλους...
Tο κάστρο του Εδιμβούργου, όπως φαίνεται από το δυτικό άκρο της Princes Street. |